- εξάγωνος
- -η, -ο1. που έχει έξι γωνίες, ο εξαγωνικός.2. το ουδ. ως ουσ., εξάγωνο (βλ. λ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἑξάγωνος — hexagonal masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εξάγωνος — η, ο (AM ἑξάγωνος, ον) 1. αυτός που έχει έξι γωνίες («ἑξάγωνόν τι κάτοπτρον») 2. το ουδ. ως ουσ. το εξάγωνο γεωμετρικό σχήμα με έξι πλευρές και έξι γωνίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξα < ἕξ (πρβλ. εξάγραμμα) + γωνος < θ. γων. τής λ. γωνία (πρβλ.… … Dictionary of Greek
ἑξαγώνως — ἑξάγωνος hexagonal adverbial ἑξάγωνος hexagonal masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑξάγωνον — ἑξάγωνος hexagonal masc/fem acc sg ἑξάγωνος hexagonal neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑξαγώνοις — ἑξάγωνος hexagonal masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑξαγώνου — ἑξάγωνος hexagonal masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑξαγώνους — ἑξάγωνος hexagonal masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑξαγώνων — ἑξάγωνος hexagonal masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑξαγώνῳ — ἑξάγωνος hexagonal masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑξάγωνα — ἑξάγωνος hexagonal neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)